τριχόγλωσσος

τριχόγλωσσος
ο, Ν
ζωολ. ψιττακόμορφο πτηνό τής Αυστραλίας, τής Νέας Γουινέας και τής Πολυνησίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίχα (II) + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. βραδύ-γλωσσος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τριχογλωσσία — η, Ν [τριχόγλωσσος] ιατρ. παθολογική κατάσταση τής γλώσσας κατά την οποία επιμηκύνονται πάρα πολύ οι νηματοειδείς θηλές της, με αποτέλεσμα να φαίνεται καλυμμένη από τρίχες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”